σμερδαλέος

σμερδαλέος
-α, -ον, θηλ. και -η, Α
1. φοβερός στην όψη, φρικαλέος
2. φρικτός στην ακοή, τρομερός («σμερδαλέον δ' ἐβόησε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σμερδ-αλέος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)mer-d- «φθείρω, αφανίζω» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. smerzan «προκαλώ πόνο», γερμ. schmerzen «πονώ», αγγλοσαξ. smeart «αυτός που προκαλεί πόνο», αγγλ. smart «οδυνηρός, διαπεραστικός, οξύς, έξυπνος». Η σύνδεση τής λ. με το λατ. mordeo «δαγκώνω» ή με τ. που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *smerd- «μυρίζω άσχημα, βρομώ» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. εμφανίζει επίθημα -αλέος (πρβλ. αργ-αλέος, θαρσ-αλέος, λευγ-αλέος), το οποίο θα μάς οδηγούσε σε ένα σιγμόληκτο ουσ. (πρβλ. θαρρ-αλέος < θάρρος, κερδ-αλέος < κέρδος), την ύπαρξη τού οποίου υποδηλώνουν και οι εξής τ. τού Ησύχ.: σμέρδ[ν]ος
λῆμα, ῥώμη, δύναμις, ὅρμημα και εὐσμερδής
εὔρωστος (για την εξέλιξη αυτή από τη σημ. «φοβερός» τού σμερδ-αλέος στη σημ. «δύναμη» τών τύπων αυτών πρβλ. δεινός «φοβερός»: δεινότης «δύναμη, επιδεξιότητα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμερδαλέος — terrible to look on masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέα — σμερδαλέος terrible to look on neut nom/voc/acc pl (ionic) σμερδαλέᾱ , σμερδαλέος terrible to look on fem nom/voc/acc dual (ionic) σμερδαλέᾱ , σμερδαλέος terrible to look on fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέαι — σμερδαλέος terrible to look on fem nom/voc pl (ionic) σμερδαλέᾱͅ , σμερδαλέος terrible to look on fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέον — σμερδαλέος terrible to look on masc acc sg (ionic) σμερδαλέος terrible to look on neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέω — σμερδαλέος terrible to look on masc/neut nom/voc/acc dual (ionic) σμερδαλέος terrible to look on masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέων — σμερδαλέος terrible to look on fem gen pl (ionic) σμερδαλέος terrible to look on masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέως — σμερδαλέος terrible to look on adverbial (ionic) σμερδαλέος terrible to look on masc acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέαις — σμερδαλέος terrible to look on fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέη — σμερδαλέος terrible to look on fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμερδαλέην — σμερδαλέος terrible to look on fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”